- κατέδεισα
- καταδείδωfear greatlyaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατέδεισ' — κατέδεισα , καταδείδω fear greatly aor ind act 1st sg κατέδεισε , καταδείδω fear greatly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδείδω — (Α) 1. φοβάμαι πάρα πολύ, κατατρομάζω («τοιοῡτον ἰδὼν τέρας οὐ κατέδεισα», Αριστοφ.) 2. κάνω κάποιον να φοβηθεί πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δείδω «φοβάμαι»] … Dictionary of Greek